μοναχάς

μοναχάς
μοναχά̱ς , μοναχή
fem acc pl
μοναχά̱ς , μοναχός
unique
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μόναχας — (Μ) επίρρ. βλ. μοναχός …   Dictionary of Greek

  • μονάχας — (Μ μονάχας) επίρρ. βλ. μοναχός …   Dictionary of Greek

  • μοναχάς — (Μ μοναχάς) επίρρ. βλ. μοναχός …   Dictionary of Greek

  • μοναχός — ή, ό και μονάχος, η, ο (ΑΜ μοναχός, ή, όν, Μ και μονάχος, η, ον και μοναχός και αμοναχός, ή, όν) 1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο μοναχός, η μοναχή αυτός που έχει απαρνηθεί τα εγκόσμια και έχει αφιερωθεί στη λατρεία τού Θεού σε μονή, μοναστής,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”